Dictionary of Greek. 2013.
αζόριστος — η, ο επίρρ. α αυτός που έγινε χωρίς δυσκολία, αβίαστος: Δούλευε άνετα, αζόριστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζόρευτος — η, ο ο αζόριστος* … Dictionary of Greek