αζόριστος

αζόριστος
-η, -ο [ζορίζω]
1. αυτός που γίνεται χωρίς πίεση ή στενοχώρια
2. αυτός που δεν τόν ζορίζουν ή δεν τόν ζόρισαν, αβίαστος, άνετος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αζόριστος — η, ο επίρρ. α αυτός που έγινε χωρίς δυσκολία, αβίαστος: Δούλευε άνετα, αζόριστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζόρευτος — η, ο ο αζόριστος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”